κάσσον

κάσσον
(I)
κάσσον και κάσον, τὸ (AM)
μσν.
το τμήμα τής προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο τής γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο
αρχ.
χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάσσος* (Ι) με αλλαγή γένους].
————————
(II)
κάσσον, τὸ (Μ)
κράνος, περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάσσον — κάσσος thick garment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσσος — (I) κάσσος και κάσος, ὁ (Μ) κάσσον*(Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κασᾶς]. (II) κάσσος, τὸ (Μ) κάσσον*(ΙΙ), περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”