- κάσσον
- (I)κάσσον και κάσον, τὸ (AM)μσν.το τμήμα τής προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο τής γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγοαρχ.χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάσσος* (Ι) με αλλαγή γένους].————————(II)κάσσον, τὸ (Μ)κράνος, περικεφαλαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].
Dictionary of Greek. 2013.